- επιμένω
- (AM ἐπιμένω) [μένω]μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.)αρχ.-μσν.1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό«σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης οὖν ἐπιμεῑναι ἐς αὔριον», Ομ. Οδ.)μσν.εξακολουθώ να υπάρχω, παραμένω ζωντανόςαρχ.1. μένω σ’ έναν τόπο («ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει», Ανδοκ.)2. στέκομαι κάπου («τὸν πηλόν... ἐπὶ τοῡ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς μάλιστα μέλλοι ἐπιμένειν», Θουκ.)3. ξοδεύω τον χρόνο μου για κάτι4. μένω πιστός («μάλα ἐπιμένουσι τῷ μὴ ἀδικεῑν», Ξεν.)6. διαρκώ, αντέχω7. περιμένω («τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον τᾱσδε γᾱς ἄνακτα;», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.